- κεδρωτός
- -ή, -ό (Α κεδρωτός, -ή, -όν)νεοελλ.αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένοςαρχ.αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. δαφν-ωτός, κεγχρ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.